- επικασσιτερώνω
- [-ώ (ο)] μετ. лудить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικασσιτερώνω — επικασσιτερώνω, επικασσιτέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
επικασσιτερώνω — επικασσιτέρωσα, μτβ., επικαλύπτω μεταλλικό αντικείμενο (και ιδίως χάλκινο) με λεπτό στρώμα κασσίτερου, γανώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασσιτερώνω — (Α κασσιτερῶ, όω) [κασσίτερος] καλύπτω την επιφάνεια σκεύους με επίστρωμα κασσιτέρου, επικασσιτερώνω, γανώνω … Dictionary of Greek